- σιτηρός
- -ά, -ό / σιτηρός, -ά, -όν, ΝΜΑβοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιτηράτα καλλιεργούμενα είδη φυτών, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη, όπως είναι το σιτάρι, η σίκαλη, το κριθάρι, το ρύζι, ο αραβόσιτος κ.ά., καθώς και οι εδώδιμοι αμυλούχοι καρποί τών φυτών αυτών, αλλ. δημητριακάμσν.-αρχ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σιτάριαρχ.1. παρασκευασμένος από σιτάρι2. εδώδιμος, φαγώσιμος3. το θηλ. ως ουσ. ἡ σιτηράο δασμός τού σιταριού4. φρ. «καρπὸς ὁ σιτηρός» — τα σιτηρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + επίθημα -ηρός (πρβλ. μοχθ-ηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.